- αλαωτύς
- ἀλαωτύς (-ύος), η (Α) [ἀλαῶ]στέρηση τής οράσεως, τύφλωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλαωτύς — ἀλαωτύ̱ς , ἀλαωτύς blinding fem acc pl ἀλαωτύς blinding fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαωτύν — ἀλαωτύς blinding fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαώ — ἀλαῶ ( όω) (Α) τυφλώνω, στραβώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαός. ΠΑΡ. αρχ. ἀλαωτύς. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐξαλαῶ] … Dictionary of Greek
βαλλητύς — βαλλητύς, η (Α) 1. η βολή 2. γιορτή της Δήμητρας στην Ελευσίνα με λιθοβολισμό μεταξύ των νέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία ο όρος βαλλητύς είναι δάνειο που συνδέεται παρετυμολογικά με το βάλλω λόγω της μορφής του θέματός του… … Dictionary of Greek